παρδαλέα — παρδαλέᾱ , παρδάλεος of fem nom/voc/acc dual παρδαλέᾱ , παρδάλεος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρδαλέᾱ , παρδαλέη leopard skin fem nom/voc/acc dual (epic ionic) παρδαλέᾱ , παρδαλέη leopard skin fem nom/voc/acc dual παρδαλέᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρδαλέα — ἡ, Α βλ. παρδαλῆ … Dictionary of Greek
παρδαλέας — παρδαλέᾱς , παρδάλεος of fem acc pl παρδαλέᾱς , παρδάλεος of fem gen sg (attic doric aeolic) παρδαλέᾱς , παρδαλέη leopard skin fem acc pl (epic ionic) παρδαλέᾱς , παρδαλέη leopard skin fem acc pl παρδαλέᾱς , παρδαλέη leopard skin fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρδαλέαν — παρδαλέᾱν , παρδάλεος of fem acc sg (attic doric aeolic) παρδαλέᾱν , παρδαλέη leopard skin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρδαλή — και παρδαλέη και δωρ. τ. παρδαλέα, ἡ, Α το δέρμα τής λεοπάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή)] … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
παρδαλέαις — παρδάλεος of fem dat pl παρδαλέη leopard skin fem dat pl (epic ionic) παρδαλέᾱͅς , παρδαλέη leopard skin fem dat pl (attic) παρδαλέη leopard skin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)